περικάω

περικάω
Α
(αττ. τ.) βλ. περικαίω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περικαίω — ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω αρχ. 1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω 2. παθ. περικαίομαι α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”